Ο Εγκωμιαστικός Λόγος προς τους Βατοπαιδινούς Αγίους
Ἡ σύναξη πάντων τῶν Βατοπαιδινῶν ἁγίων τιμᾶται τήν 10η Ἰουλίου. Ἐγκωμιαστικό και Διηγηματικό Λόγο πρός αὐτούς ἔχει συντάξει, περί τό 1840, ὁ μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης (+1869).
Ὁ Λόγος ἐγκωμιαστικός καί διήγησιν ἔχων συνοπτικῶς πρός τούς ὁσίως βιώσαντας, καί ἀθλήσει διαλάμψαντας Πατέρας ἡμῶν, ἐν ταύτῃ τῇ καθ᾿ ἡμᾶς Ἱερᾷ καί Σεβασμίᾳ Μονῇ Βατοπεδίου συντάχθηκε γιά τήν κάλυψη τῶν λειτουργικῶν ἀναγκῶν τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων πού ἀσκήθηκαν στή μονή Βατοπαιδίου, ἀπό τήν ἀρχή τῆς σύστασεώς της μέχρι τά μέσα τοῦ ΙΘ’ αἰ.
Ὁ Ἐγκωμιαστικός καί Διηγηματικός Λόγος πρός τούς Βατοπαιδινούς Ἁγίους, πού οὐσιαστικά ἀποτελεῖ ἕνα Βατοπαιδινό Ἁγιολόγιο, ἀποτελεῖ μία συνοπτική καταγραφή τῶν «οὐρανοφρόνων θείων ἀνδρῶν καί θεσπεσίων Πατέρων», τῶν «κατά διαφόρους χρόνους διαπρεψάντων, καί ἀρεταῖς παντοίαις διαλαμψάντων» στήν «περίβλεπτον» μονή Βατοπαιδίου. Ἀπό τήν προσφώνηση, «Εὐλόγησον Πάτερ», πού ἀκολουθεῖ τήν ἐπιγραφή τοῦ Λόγου, συνάγεται ὅτι τό ἔργο προορίσθηκε νά ἀναγινώσκεται εἴτε στήν ἐκκλησία εἴτε στήν τράπεζα, κατά τή μνήμη τῶν ἁγίων αὐτῶν.
Ὁ Λόγος ἀρχίζει μέ τυπικό γιά ἔργα τοῦ Ἰακώβου προοίμιο, στό ὁποῖο, μέσα ἀπό παράθεση ἀποσπασμάτων τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀπό Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας (Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου) ὑπογραμμίζεται ἐμφαντικά ἡ ἀνάγκη νά ἐπαινοῦνται ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας οἱ Ἅγιοι, ἐπειδή «ὁ περί τά καλά ἔπαινος τούς ῥαθυμωτέρους ἐγείρειν πέφυκε, καί παρακινεῖν εἰς ζῆλον καί μίμησιν τῶν αὐτῶν⋅ τούς δέ φιλοπονωτέρους ἀκμαιοτέρους ἐργάζεσθαι».
Στή συνέχεια, ὁ συντάκτης ἀναφέρει τούς λόγους γιά τούς ὁποίους κρίθηκε ἀναγκαῖο τό νά θεσπιστεῖ κοινός ἑορτασμός τῶν ἁγίων τῆς μονῆς Βατοπαιδίου, μετά μάλιστα τήν φανέρωση τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου Εὐδοκίμου τοῦ Βατοπαιδινοῦ, πού συνέβη στίς μέρες του, ὅπως σημειώνει, γεγονός πού κατ᾿ αὐτόν δηλώνει ὅτι ἔπρεπε νά ἑορτάζονται κοινῶς, σέ μία μέρα, τόσο οἱ γνωστοί καί ἐπώνυμοι ἅγιοι τῆς Μονῆς ὅσο καί οἱ «ἀνώνυμοι καί παντελῶς ἄγνωστοι», μιά πού γιά τόσα χρόνια ὑπῆρχε ἕνας τόσο μεγάλος ἅγιος, πού παρέμενε χωρίς τήν πρέπουσα τιμή.
Ἡ διήγηση ἀρχίζει μέ τόν Μέγα Κωνσταντῖνο, πού κατά τό συντάκτη, εἶναι ὁ πρῶτος δομήτορας τῆς Μονῆς, ὁ ὁποῖος «τρεῖς μεγίστους ναούς ἐκ βάθρων ἀνεγείρας, καί μοναχούς ἐγκατοικήσας, τῆς Θεοτόκου παράδεισον τό Ὄρος ἐπωνόμασε».
Στή συνέχεια γίνεται ἀναφορά στή διάσωση τοῦ γιοῦ τοῦ αὐτοκράτορα Ἀρκαδίου (395-408) καί τίς βασιλικές κτητορικές δωρεές πρός τή Μονή, στήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου Βηματαρίσσης, στόν ἅγιο Σάββα ἀρχιεπίσκοπο Σερβίας († 1235) «τόν τῆς Μονῆς τοῦ Χελανδαρίου κτίτορα», πού οἰκοδόμησε στό Βατοπαίδι ἑπτά παρεκκλήσια, στόν σέρβο κράλη Λάζαρο (1371-1389) πού ἀφιέρωσε τήν ἁγία Ζώνη τῆς Θεοτόκου, στούς νέους κτίτορες Ἀθανάσιο, Νικόλαο καί Ἀντώνιο τούς Ἀδριανουπολίτες (10ος αἰ.), στόν ὅσιο Γεννάδιο τόν δοχειάρη (14ος αἰ.), στόν ὅσιο Νεόφυτο τόν προσμονάριο τοῦ παρεκκλησίου τῆς Θεοτόκου Παραμυθίας, στόν «ἁγιώτατον ἡσυχαστήν τῆς σκήτεως Κολετζίου καί τόν αὐτοῦ θαυμάσιον ὑποτακτικόν, τόν τύπον καί παράδειγμα τῆς τελείας ὑπακοῆς» Ἀγάπιο (14ος αἰ.) καθώς καί στόν Ἀγαρηνό πού εἶχε ἀγοράσει τόν Ἀγάπιο ὅταν ὁ δεύτερος εἶχε αἰχμαλωτισθεῖ ἀπό πειρατές, καί ὁ ὁποῖος Ἀγαρηνός μαζί μέ τούς δύο γιούς του κοινοβίασαν ἀργότερα στό Βατοπαίδι, στόν «ὁσιώτατο πατέρα ἡμῶν Νικόδημον, τόν πρώην Νικηφόρον καλούμενον ὡς εἰς τήν Φιλοκαλίαν φαίνεται...», στόν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνό, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ «ἔκαμε παραίτησιν τῆς βασιλείας, ἐλθών εἰς τό Μοναστήριον, ἔλαβε τό ἅγιον σχῆμα μετωνομασθείς Ἰωάσαφ, καθώς φαίνεται γεγραμμένον εἰς τό Συνοδικόν τῆς ὀρθοδοξίας...», στόν ὅσιο Σάββα τόν διά Χριστόν σαλό καθώς καί στό βιογράφο του, τόν «πολύν ἐν σοφίᾳ» ἅγιο Φιλόθεο πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καί τέλος, στόν «ἐσχάτως τῶν λοιπῶν ὁσίως διαπρεψάντων... τόν νεωστί φανέντα εἰς τάς ἡμέρας μας θεῖον» Εὐδόκιμο, τοῦ ὁποίου ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων, «φέρει εἰκόνα τῆς μελλούσης λαμπρότητος καί ἀφθαρσίας».
Στό νεοφανῆ αὐτόν βατοπαιδινό ἅγιο καί στά θαύματα πού ἐπιτελοῦσε τό «πάνσεπτον λείψανόν» του ὁ Ἰάκωβος Νεασκητιώτης ἀναφέρεται ἐκτενέστερα σέ σχέση μέ ὅλους τούς λοιπούς, καθώς ἔχει ἀσχοληθεῖ συγγραφικά μέ αὐτόν σέ ἀρκετά του ἔργα.
Κατά τήν ἐγκωμιαστική του διήγηση γιά τούς Βατοπαιδινούς ἁγίους, «τά τοῦ Ἄθωνος ὄρους βλαστήματα, τῶν μοναζόντων τό καύχημα, ἱερέων ἡ δόξα, καί κατ᾿ ἐξαίρετον τῆς ἱερᾶς καί σεβασμίας ἡμῶν Μονῆς τό μέγα καί σεμνόν καί περιφανέστατον ἐγκαλλώπισμα», ὁ ἐγκωμιαστής ἐκφράζει τήν πεποίθηση ὅτι οἱ Βατοπαιδινοί πατέρες πρέπει νά καυχῶνται γιά τούς ἁγίους τους γιά τρεῖς λόγους: πρῶτον γιά τήν ἐνάρετη καί θεάρεστη πολιτεία τους, δεύτερον γιά τήν ἐκ μέρους τους «ἀνάκτησιν» τῆς Μονῆς, καί τρίτον, «διά τήν κατ᾿ ἄμφω προστασίαν τε καί βοήθειαν αὐτῶν».
Κι αὐτό καθώς οἱ τιμώμενοι καί ἐγκωμιαζόμενοι ἅγιοι ὄχι μόνο κατά καιρούς προξένησαν μεγάλη βοήθεια στή Μονή ἀλλά μέ τίς ἀκατάπαυστες πρεσβεῖες καί ἱκεσίες τους περιφρουροῦν συνέχεια τούς πατέρες «ἐκ παντοίων κακῶν καί δεινῶν περιστάσεων» καί τούς καθοδηγοῦν «πρός διάβασιν οὐρανίου μακαριότητος», τήν ὁποία εὔχεται νά ἀπολαύσουν ὅλοι.
Κατά τήν ἐγκωμιαστική του διήγηση γιά τούς Βατοπαιδινούς ἁγίους, «τά τοῦ Ἄθωνος ὄρους βλαστήματα, τῶν μοναζόντων τό καύχημα, ἱερέων ἡ δόξα, καί κατ᾿ ἐξαίρετον τῆς ἱερᾶς καί σεβασμίας ἡμῶν Μονῆς τό μέγα καί σεμνόν καί περιφανέστατον ἐγκαλλώπισμα», ὁ ἐγκωμιαστής ἐκφράζει τήν πεποίθηση ὅτι οἱ Βατοπαιδινοί πατέρες πρέπει νά καυχῶνται γιά τούς ἁγίους τους γιά τρεῖς λόγους: πρῶτον γιά τήν ἐνάρετη καί θεάρεστη πολιτεία τους, δεύτερον γιά τήν ἐκ μέρους τους «ἀνάκτησιν» τῆς Μονῆς, καί τρίτον, «διά τήν κατ᾿ ἄμφω προστασίαν τε καί βοήθειαν αὐτῶν».
Κι αὐτό καθώς οἱ τιμώμενοι καί ἐγκωμιαζόμενοι ἅγιοι ὄχι μόνο κατά καιρούς προξένησαν μεγάλη βοήθεια στή Μονή ἀλλά μέ τίς ἀκατάπαυστες πρεσβεῖες καί ἱκεσίες τους περιφρουροῦν συνέχεια τούς πατέρες «ἐκ παντοίων κακῶν καί δεινῶν περιστάσεων» καί τούς καθοδηγοῦν «πρός διάβασιν οὐρανίου μακαριότητος», τήν ὁποία εὔχεται νά ἀπολαύσουν ὅλοι.
[Ἀπόσπασμα ἀπό τή διδακτορική διατριβή τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου: «Ὁ μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης (+1869) καί τό ἔργο του. Συμβολή στή μελέτη τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ κατά τόν 19ο αἰ.», Ἅγιον Ὄρος 2014].
ΠΗΓΗ: romfea.gr
Comentários