Η Κοίμηση της Θεοτόκου
Στην Καινή Διαθήκη ο θάνατος ονομάζεται και κοίμησις, τα δε νεκροταφεία «κοιμητήρια». Διά τους πιστούς ο θάνατος είναι ύπνος. Διότι όπως το βράδυ βγάζει κανείς τα ρούχα του και κοιμάται για να ξυπνήση το πρωί με ακμαίες δυνάμεις και να τα ξαναφορέση, έτσι και στο θάνατο. ο άνθρωπος αφήνει το σώμα του, για να το ξαναφέρη σ την Άνάστασι των νεκρών, κατά την Δευτέραν Παρουσίαν του Χρίστου και να ζήση εις εύτυχέστερον κόσμον.
Στην γλώσσα της Χριστιανωσύνης και ο θάνατος της Παναγίας ονομάζεται Κοίμησις. Πότε όμως έκοιμήθη η Θεοτόκος; η Παράδοσις και οι γραπτές μαρτυρίες, που σωθήκανε λένε, ότι η Παναγία έζησε ένδεκα χρόνια μετά την Ανάληψι τού Κυρίου.
Τριών ετών επήγε εις τον Ναόν. Στα δεκαέξη εμνηστεύθη τον Ιωσήφ. Στα 49 ανελήφθη ο Κύριος. Και στο εξηκοστόν έκοιμήθη.
Έζησε δε πάντα Στα «Ιεροσόλυμα, εκεί που ο Θεάνθρωπος θυσιάσθηκε για τή σωτηρία της άνθρωπότητος και έθριάμβευσε με την ένδοξον Άνάστασίν του…
Η Παναγία ανέβαινε συχνά στο όρος των Ελαιών, από το όποιον άνελήφθη ο Κύριος. Εκεί με ιερή συγκίνησι προσευχόταν στον Ουράνιο Πατέρα και στον Υιόν της.
Πάντοτε έφερνε στον νουν της τις μεγάλες εκείνες ώρες τού Ιησού και δάκρυα ευγνωμοσύνης κυλούσανε από τα θεία της μάτια…
Τρεις ημέρες, προτοϋ κοιμηθή, ειδοποιήθηκε η Παρθένος από Άγγελο του Ουρανού για την κοίμησί της. Λέγεται, ότι ο Άγγελος, πού της έφερε την αγγελία της κοιμήσεως, ήτανε και πάλιν ο Γαβριήλ, ο όποιος άλλοτε της είχε φέρει το μεγάλο μήνυμα τού Ευαγγελισμού και της είχε ε’ιπή το «Χαίρε Κεχαριτωμένη…». ο Ουρανόσταλτος Άγγελος της είπε τώρα να μή ταραχθή, άλλά να δεχθή με εύφροσύνην και το νέο μήνυμα της κοιμήσεως της, διότι την προσμένει η αθάνατη ζωή πλησίον τού Υίοϋ της.
Καμμία ταραχή και καμμία λύπη δεν ταράζει τότε την καρδιά της Παρθένου. Αλλά αντιθέτως πλημμυρίζει από χαρά και επιθυμία πότε θα βρεθή κοντά στον Χριστόν.
Προτού, λοιπόν, ανακοίνωση πουθενά τίποτε για το θείο άγγελμα,, ανέβηκε για τελευταία φορά στο όρος των Έλαιών, για να κάνη την προσευχή της. Λένε, ότι στο άνηφόρισμά της τα δε νδρα την ύποδεχτήκανε με χαμηλωμένα τα κλαδιά τους και σκυμμένες τις κορυφές τους. Στο γεγονός αυτό δίδεται η έξήγησις πού λέει, ότι και η άψυχος φύσις με θεία δύναμι έδειξε σεβασμό σ την Αγνή Μητέρα, πού ανάλωσε όλη της την ζωή στο θέλημα τού Θεού.
Μετά την προσευχή της στο όρος, επέστρεψε και πάλι στα Ιεροσόλυμα, όπου άρχισε να έτοιμάζη τα απαραίτητα, διά τον ενταφιασμό της. Άναψε φώτα και λαμπάδες στο σπίτι της και κάλεσε τις γνωστές φίλες της Χριστιανές, στις όποιες άνεκοίνωσε το μήνυμα της κοιμήσεως της. Εκείνες κλάψανε για το χωρισμό.
Εκεί, ύστερα από λίγο, συναθροίσθησαν θαυματουργικά οι Απόστολοι εκ περάτων της γης, τούς άρπαξε θείο σύννεφο και τούς έφερε αιθέριους στή Γεθσημανή, στο σπίτι της Θεοτόκου. Στη θέλησι του Παντοδυνάμου Θεού τίποτε το αδύνατον!
Μαζί με τούς άλλους μαθητές και Αποστόλους τού Χριστού το σύννεφο έφερε στην Άγια Πόλι και τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, τον Άγιο Ιερόθεο, τον Απόστολο Τιμόθεο και άλλους θεοσόφους Τεράρχες.
Επειδή, λοιπόν, οί συγκεντρωθέντες άρχισαν να κλαίνε, μόλις μάθανε, ότι πλησιάζει η έκδημία της Θεοτόκου, Εκείνη τούς είπε:
—Ω φίλοι και μαθηταί του Ιησού και Θεού μου, μή κάνετε πένθος και λύπη την χαρά μου, αλλά ενταφιάστε το σώμα μου, όταν θα έλθη η στιγμή να κοιμηθώ.
Και σε λίγο να! Φθάνει, λέγουν, εκεί και ο φλογερός κήρυκας του Ευαγγελίου, ο Απόστολος τών Εθνών Παύλος ο όποιος με σεβασμό χαιρετάει την Παρθένο και της πλέκει το εγκώμιο.
Έπειτα, μέσα σέ μιά ατμόσφαιρα κατανυκτικής σιγής, η Θεοτόκος αποχαιρετάει όλους και παρακαλεί τον Θεό, για την ειρήνη τοϋ κόσμου.
Παίρνει κατόπιν την νεκρική στάσι στο «νεκροκρέββατο» και η θεία της πνοή, η ολόφωτη και Πάναγνη ψυχή της, πετάει προς τον Ουρανό. Ανηφορίζει στον θρόνο τού Θεοϋ, κοντά στο Υιό της.
Ύστερα άπ’ αυτό γεμάτοι από θεία και ιερή συγκίνησι οί μαθητές και Απόστολοι τοϋ Χρίστου και πλήθος Χριστιανών κηδέψανε το Άγιο Σώμα της.
Η κηδεία της ήτανε μιά πομπή κατανυκτική. Οι Απόστολοι κρατούσανε το φέρετρο, ενώ άλλοι προχωρούσανε μπροστά, ψάλλοντες ύμνους. Καί πάνω άπό τις ανθρώπινες φωνές ακουγόταν καί κυριαρχούσε μιά αόρατη Ουράνια ψαλμωδία. «Ητανε οί αρμονικές φωνές τών Αγγέλων καί τών Ασωμάτων Δυνάμεων.
Οί φθονεροί όμως άρχοντες τών Ιουδαίων, οί πάντοτε εχθροί τού Χρίστου καί της Πανα¬γίας, ώργάνωσαν μερικούς άπό το πλήθος εναντίον της νεκρικής πομπής καί τούς παρεκίνησαν να πετάξουν κάτω στή γη το Αγιο Σκήνος της Παρθένου. Συνέβη όμως τότε ένα θαυμαστό γεγονός:
Ο Κύριος δεν ήταν δυνατόν ν’ αφήση το άγιο Σώμα της Μητέρας Του, το «Θεοδόχον Σώμα» να πεταχτή από τούς ασεβείς στο δρόμο. η θεία Δίκη πρόλαβε εκείνους, πού τολμήσανε ν’ ασεβήσουν καί τούς τύφλωσε!
Ένας δε Εβραίος άπό τον άγριο εκείνο συρφετό, πού με θράσος άρπαξε το φέρετρο, είδε πιό φανερή την θεία τιμωρία. Όχι μονά¬χα τυφλώθηκε, άλλά καί τα ασεβή χέρια του κοπήκανε και μείνανε να νοιώση συντριβή ψυχής, να πιστέψη στο Χριστό και ν’ αναγνώριση την Παναγία, Μητέρα τού Κυρίου.
Ύστερα άπ’ αυτό θεραπεύτηκε. Λένε μάλιστα, πως εκείνος πήρε από το φόρεμα της Παναγίας ένα μικρό κομμάτι, με το όποιο γιατρεύτηκαν έπειτα καί όλοι όσοι τιμωρήθηκαν με τύφλωσι την ημέρα εκείνη. με το κομμάτι εκείνο τού ιματίου της τούς άγγιξε ο θεραπευθείς στα τυφλωμένα μάτια τους, και όλοι, αφού πίστεψαν, γιατρεύτηκαν.
Από το http://www.diakonima.gr