top of page

Η κοίμηση του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου

(Ο Άγιος, ήδη πολύ άρρωστος, μεταφέρεται από τον ένα τόπο εξορίας στον άλλο, σε μια προσπάθεια να διακοπεί κάθε επικοινωνία και επιρροή στο χριστιανικό ποίμνιο. Ως τελευταίος τόπος εξορίας επιλέγεται η Πιτυούντα, στις ακτές του Εύξεινου Πόντου, στους πρόποδες του Καυκάσου, ανάμεσα σε άγριους και βάρβαρους λαούς)


… είτε επειδή οι δυσκολίες του δρόμου ήταν υπερβολικές, είτε λόγω της πολύ μεγάλης του κόπωσης, χρειάστηκαν τρεις μήνες για να πάνε από την Αραβισσό στα Κόμανα. Οι οδηγοί του άλλωστε προσπαθούσαν να κάνουν το ταξίδι του όσο γινόταν πιο κουραστικό. Έβρεχε καταρρακτωδώς; Διάλεγαν αυτόν τον καιρό για να προχωρήσουν και συνέχιζαν, ώσπου να μουσκευτούν τα ρούχα του εξόριστου σε τέτοιο σημείο, που το στήθος και η πλάτη του κολυμπούσαν, θα λέγαμε, στο νερό. Αντίθετα, αν έφταναν σε κάποια πεδιάδα που έκαιγε κάτω από έναν ασυννέφιαστο ουρανό, είχαν την άγρια ευχαρίστηση να τον βάζουν να περπατά με γυμνό κεφάλι κάτω από τον ήλιο τις πιο ζεστές ώες της ημέρας. Ο Χρυσόστομος ήταν φαλακρός όπως ο Ελισσαίος, μας λέει ο Παλλάδιος, κι αυτό το βασανιστήριο του ήταν θανάσιμο. Τέτοια ήταν τα μέσα που επινοούσαν οι άθλιοι, για να πετύχουν γρηγορότερα τα αξιώματα τους.

Όταν διέσχιζαν μια πόλη, όπου ο εξόριστος θα μπορούσε να αναπαυθεί και να πάρει ένα λουτρό τόσο αναγκαίο, τη στιγμή που ο πυρετός τον έκαιγε εσωτερικά όπως ο ήλιος εξωτερικά, το απόσπασμα αρνούνταν να σταματήσει. Οι στάσεις γίνονταν σε ασήμαντα χωριά και σ’ έρημους τόπους, όπου δεν μπορούσαν να του παρέχουν καμία ανακούφιση. Κάθε επιστολή ήταν απαγορευμένη, κάθε επικοινωνία με οποιονδήποτε είχε καταργηθεί. Ο ένας από τους αξιωματικούς ήταν τόσο άγριος, ώστε τον έπιανε μανία κάθε φορά που οι περαστικοί σπλαγχνίζονταν τον κρατούμενο του ή του απηύθυναν παρηγοριτικά λόγια. Απειλούσε, χτυπούσε, σαν να είχαν βρίσει τον ίδιο…

…Τρεις μήνες, κατά τον Παλλάδιο, βάδιζαν έτσι, διασχίζοντας βουνά και λαγκάδια, περνώντας από πεδιάδες και ποτάμια, μέχρι που έφθασαν στα Κόμανα. Ο Χρυσόστομος μόλις που σερνόταν. Το πρόσωπο του ήταν σαν καμμένο… Αλλά ο άσπλαχνος αξιωματικός έδωσε σήμα να προχωρήσουν παραπέρα και διέσχισαν την πόλη, όπως περνά κανείς μια γέφυρα.

Σε απόσταση δέκα ή έντεκα χιλιομέτρων από εκεί βρισκόταν μικρός έρημος ναός, όπου οι αξιωματικοί διέταξαν να σταθμεύσει η φρουρά. Ο Χρυσόστομος εξαντλημένος τοποθετήθηκε σε ένα από τα παραρτήματα του ναϋδρίου. Το εξωκλήσι ήταν αφιερωμένο στον άγιο μάρτυρα Βασιλίσκο. Εκεί βρισκόταν και ο τάφος του. Ο Βασιλίσκος ήταν επίσκοπος Κομάνων τον 3ο αιώνα. Διώχθηκε για την πίστη στην Αντιόχεια μαζί με τον μάρτυρα Λουκιανό κατά τους διωγμούς του Μαξιμίνου Δάια. Κατά τη διάρκεια της νύχτας ο Χρυσόστομος είδε ένα όραμα. Του φάνηκε ότι ο επίσκοπος Βασιλίσκος στεκόταν όρθιος μπροστά του και του απηύθυνε τα εξής λόγια : «Έχε θάρρος, Ιωάννη, αδελφέ μου. Αύριο θα είμαστε μαζί». Την ίδια νύχτα ή την προηγούμενη ο ιερέας, ο καθορισμένος για τη συντήρηση και τη φύλαξη του τάφου, είδε παρόμοι όραμα. Ο μάρτυρας του είχε πει : «Ετοίμασε θέση για τον αδελφό μας Ιωάννη. Πρόκειται να έλθει». Αυτός ο ιερέας βεβαίωσε αργότερα την αλήθεια του οράματος. Ο Χρυσόστομος με τη σιγουριά ότι πήρε εντολή από τον Θεό, προσπάθησε την επομένη να εμποδίσει την αναχώρηση τους. «Μείνετε, σας ικετεύω», παρακαλούσε τους αξιωματικούς, «μείνετε τουλάχιστον ως την πέμπτη ώρα». Αναμφίβολα πίστευε ότι η ώρα αυτή του υποδείχθηκε με τρόπο υπερφυσικό. Αλλά οι πραιτωριανοί, αντί να υποχωρήσουν, επιτάχυναν την αναχώρηση.

Είχαν βαδίσει περίπου πέντε χιλιόμετρα, όταν ο εξόριστος κυριεύθηκε από ένα παραλήρημα πυρετού, που έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή του. Τρομαγμένοι μήπως τον δουν να πεθαίνει στα χέρια τους, πάνω στο δρόμο, οι στρατιώτες γύρισαν πίσω και ξαναμπήκαν στο εξωκλήσι, που είχαν αφήσει λίγες ώρες πριν. Ο Χρυσόστομος, δίχως να μπορεί πια να στηριχθεί, οδηγήθηκε κοντά στην Αγία Τράπεζα. Από τον φύλακα ιερέα του ναού ζήτησε να φορέσει ολόλευκα άμφια. Ένιωθε ότι πλησιάζει το τέλος του. Ο ιερέας του τα έφερε κατά την επιθυμία του. Και ο Χρυσόστομος ντύθηκε, αφού πρώτα μοίρασε όλα όσα είχε, ακόμη και τα παπούτσια του στους παρευρισκόμενους. Στη συνέχεια, θέλησε να κοινωνήσει τα άχραντα μυστήρια από τα χέρια του ιερέα. Μετά τη Θεία Κοινωνία προσευχήθηκε με θέρμη. Αποτελείωσε την τελευταία του προσευχή μ’ εκείνη τη φράση, που συχνά ανέβαινε στα χείλη του :»Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. Αμήν!». Έκανε το σημείο του σταυρού κι έγειρε πάνω στο πλακόστρωτο, για να μην ξανασηκωθεί πια…


Από το βιβλίο του S. D. Amedee Thierry, «Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Μεγαλομάρτυρας μετά τους διωγμούς», εκδόσεις «Χριστιανική Ελπίς»

Πρόσφατα άρθρα
bottom of page